ὀρσοτρίαινα

ὀρσοτρίαινα
ὀρσοτρῐαινα (-α, -ᾶ, -αν.)
1 who hurls the trident epith. of Poseidon.

ὀρσοτρίαιναν εὐρυβίαν καλέων θεόν P. 2.12

pro subs.

Ὀρσοτρίαινα ἅρμα θοὸν τάνυεν O. 8.48

Ὀρσοτριαίνα ἵν' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις i. e. at the Isthmian games N. 4.86

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀρσοτριαίνα — ὀρσοτριαίνᾱ , ὀρσοτρίαινα wielder of the trident masc gen sg (doric aeolic) ὀρσοτριαίνᾱ , ὀρσοτριαίνης masc nom/voc/acc dual (doric) ὀρσοτριαίνᾱ , ὀρσοτριαίνης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορσοτρίαινα — ὀρσοτρίαινα, ὁ (Α) (δωρ. τ.) αυτός που πάλλει, που κινεί την τρίαινα («ὀρσοτρίαινα δ ἐπ Ἰσθμῷ ποντίᾳ ἅρμα... τανύειν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσο , κατά τα σύνθ. σε ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι), με συνδετικό φωνήεν ο + τρίαινα] …   Dictionary of Greek

  • ὀρσοτρίαινα — wielder of the trident masc nom sg (epic doric) ὀρσοτριαίνης masc voc sg (doric) ὀρσοτριαίνης masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρσοτριαίνης — ὀρσοτρίαινα wielder of the trident masc nom sg (doric) ὀρσοτριαίνης masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”