- ὀρσοτρίαινα
- ὀρσοτρῐαινα (-α, -ᾶ, -αν.)1 who hurls the trident epith. of Poseidon.
ὀρσοτρίαιναν εὐρυβίαν καλέων θεόν P. 2.12
pro subs.Ὀρσοτρίαινα ἅρμα θοὸν τάνυεν O. 8.48
Ὀρσοτριαίνα ἵν' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις i. e. at the Isthmian games N. 4.86
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.